Τι εννοούμε με τον όρο κατάθλιψη;
Στην καθημερινή ζωή χρησιμοποιούμε τη λέξη κατάθλιψη για να περιγράψουμε την άσχημη διάθεσή μας και τα αρνητικά συναισθήματα που βιώνουμε, συνήθως ως αντίδραση σε κάποιο έντονα στρεσογόνο ερέθισμα. Με αυτήν την έννοια, ο καθένας μας μπορεί να νιώσει καταθλιπτικά συναισθήματα, τα οποία όμως είναι μικρής διάρκειας και δεν επηρεάζουν πολύπλευρα τη ζωή μας.
Όταν τα καταθλιπτικά συναισθήματα γίνονται πιο έντονα με το πέρασμα του χρόνου, διαρκούν περισσότερο από δύο εβδομάδες και έχουν επίδραση στη συμπεριφορά και τη λειτουργικότητα του ατόμου, τότε είναι πιθανό το άτομο να υποφέρει από κατάθλιψη. Η κατάθλιψη είναι μια ψυχική ασθένεια που επηρεάζει το συναίσθημα, τη σκέψη, το σώμα και τη συμπεριφορά με διάφορους τρόπους. Το άτομο μπορεί να είναι λυπημένο και ευερέθιστο, να κάνει αρνητικές σκέψεις για τον εαυτό του και το μέλλον, να έχει μειωμένη όρεξη και ανήσυχο ύπνο και να αδυνατεί να φέρει εις πέρας καθημερινές δραστηριότητες.
Πόσο συχνή είναι η κατάθλιψη;
Η κατάθλιψη είναι μια πολύ συχνή ασθένεια. Περίπου 1 στα 10 άτομα θα νοσήσει από αυτήν κάποια στιγμή στη ζωή του, ενώ η κατάθλιψη στις γυναίκες είναι δυο φορές πιο συχνή από ότι στους άντρες, κυρίως λόγω κοινωνικών και ορμονικών παραγόντων. Παρ’ όλο που η κατάθλιψη στους άντρες είναι λιγότερο συχνή, συνήθως είναι πιο σοβαρή και μπορεί να οδηγήσει σε αυτοκτονία.
Ποια είναι τα συμπτώματα της κατάθλιψης;
Τα κύρια συμπτώματα που μπορεί να εμφανίσει κάποιος όταν έχει κατάθλιψη παρουσιάζονται παρακάτω.
- Καταθλιπτική διάθεση, π.χ. λύπη, θλίψη, απελπισία, απογοήτευση ή ευσυγκινησία.
- Μερικές φορές όμως το άτομο νιώθει ότι δεν μπορεί να εκφράσει τη θλίψη, π.χ. «Δε με νοιάζει τίποτα», «Δε μπορώ να κλάψω»
- Απώλεια της ευχαρίστησης σε δραστηριότητες που προηγουμένως το άτομο απολάμβανε, π.χ. εξόδους με φίλους, χόμπυ
- Σκέψεις ενοχής, αναξιότητας και χαμηλή αυτοεκτίμηση
- Δυσκολία στη συγκέντρωση και μειωμένη ικανότητα βραχύχρονης μνήμης
- Μειωμένη ή αυξημένη όρεξη για φαγητό
- Αϋπνία ή υπερυπνία (λίγες ή πολλές ώρες ύπνου)
- Κόπωση και απώλεια ενεργητικότητας
- Ελάττωση της σεξουαλικής διάθεσης
- Επιβράδυνση της σκέψης και αναποφασιστικότητα
- Έλλειψη ελπίδας και απαισιοδοξία για το μέλλον, που μπορεί να οδηγήσει σε σκέψεις αυτοκτονίας
- Σωματικά ενοχλήματα που δεν ανταποκρίνονται σε φαρμακευτική αγωγή, π.χ. πονοκέφαλοι, ναυτία, υπέρπνοια, προβλήματα από το γαστρεντερικό κ.α.
Ποια είναι τα αίτια της κατάθλιψης;
Δεν υπάρχει ένα μοναδικό αίτιο για την κατάθλιψη, αλλά μάλλον προκαλείται από ένα συνδυασμό γενετικών, βιολογικών και ψυχοκοινωνικών παραγόντων. Γενετικοί παράγοντες: Πολλές έρευνες έχουν δείξει ότι η κατάθλιψη μπορεί να οφείλεται σε γενετικούς παράγοντες οι οποίοι κληρονομούνται από γενιά σε γενιά. Σήμερα θεωρούμε ότι διάφορα γονίδια εμπλέκονται στην μεταβίβαση χαρακτηριστικών που αυξάνουν την ευαλωτότητα του ατόμου να πάθει κατάθλιψη, όταν όμως συντρέχουν παράλληλα και άλλοι παράγοντες (βιολογικοί, ψυχολογικοί, κοινωνικοί).
Βιολογικοί παράγοντες: Μερικές παθήσεις, όπως η νόσος του Πάρκινσον και ο υποθυρεοϊδισμός, ή κάποια φάρμακα και ουσίες, όπως η κορτιζόνη και το αλκοόλ, μπορεί να προκαλέσουν κατάθλιψη. Επίσης, έχει βρεθεί ότι δύο νευροδιαβιβαστές, η νοραδρεναλίνη και η σεροτονίνη, εμπλέκονται στην εμφάνιση της κατάθλιψης.
Ψυχοκοινωνικοί παράγοντες: Πρώιμες απώλειες στη ζωή ενός ατόμου, όπως ο θάνατος ενός γονιού, ή διάφορες τραυματικές εμπειρίες, όπως σωματική κακοποίηση, αλλά και στρεσογόνα γεγονότα, όπως ένα διαζύγιο ή η απώλεια εργασίας, φαίνεται ότι παίζουν ρόλο στην εμφάνιση της κατάθλιψης. Επίσης, ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι σκέφτονται και αντιλαμβάνονται τα καθημερινά τους προβλήματα μπορεί να οδηγήσει στην κατάθλιψη. Ένας απαισιόδοξος τρόπος σκέψης σε συνδυασμό με αυξημένο άγχος μπορεί να κάνει το άτομο επιρρεπές στην κατάθλιψη.
Πως θεραπεύεται η κατάθλιψη;
Οι κυριότερες θεραπείες για την κατάθλιψη είναι η φαρμακευτική αγωγή, η ψυχοθεραπεία και ο συνδυασμός αυτών. Πλήθος ερευνών υποστηρίζουν ότι ο συνδυασμός φαρμακευτικής αγωγής και ψυχοθεραπείας έχει τα καλύτερα αποτελέσματα, αν και η επιλογή της θεραπείας θα εξαρτηθεί από τη σοβαρότητα της κατάθλιψης.
Υπάρχουν πολλοί τύποι αντικαταθλιπτικών φαρμάκων και όλοι προσπαθούν να επαναφέρουν την ισορροπία των νευροδιαβιβαστών στον εγκέφαλο. Τα περισσότερα φάρμακα ενεργούν στη σεροτονίνη ή στη νοραδρεναλίνη ή και στα δύο αυτά συστήματα νευροδιαβιβαστών. Όλα τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα χρειάζονται περίπου 4 εβδομάδες για να φέρουν κάποιο ευδιάκριτο θεραπευτικό αποτέλεσμα. Μερικές φορές τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα μπορεί να προκαλέσουν παρενέργειες, οι οποίες όμως συνήθως είναι ήπιες και υποχωρούν μετά από λίγες ημέρες χρήσης του φαρμάκου. Σε αντίθεση με ότι πιστεύουν πολλοί άνθρωποι, τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα δεν προκαλούν εξάρτηση και δεν αλλοιώνουν την προσωπικότητα του ατόμου.
Σύγχρονα ερευνητικά δεδομένα δείχνουν ότι η Γνωσιακή-Συμπεριφοριστική Ψυχοθεραπεία είναι πολύ αποτελεσματική στη θεραπεία της κατάθλιψης και η αποτελεσματικότητά της συγκρίνεται με αυτή των αντικαταθλιπτικών φαρμάκων. Η ψυχοθεραπεία μπορεί να βοηθήσει το άτομο να διερευνήσει σκέψεις και συμπεριφορές που υιοθετεί και οι οποίες εντείνουν την καταθλιπτική διάθεση και τα αισθήματα μειονεξίας και αποτυχίας. Θεραπευτής και θεραπευόμενος συνεργάζονται για να τροποποιήσουν αυτές τις βαθιά ριζωμένες δυσλειτουργικές σκέψεις και να τις αντικαταστήσουν με άλλες, πιο ρεαλιστικές, που θα βοηθήσουν το άτομο να νιώσει καλύτερα και να γίνει πιο λειτουργικό στη ζωή του. Επίσης, το άτομο υποστηρίζεται να αυξήσει τις δραστηριότητες που του προσφέρουν ευχαρίστηση αλλά και να δοκιμάσει νέες δεξιότητες.
Μπορεί κάποιος να ξεπεράσει μόνος του την κατάθλιψη;
Δεν αρκεί να έχει κάποιος ισχυρή θέληση και δυνατό χαρακτήρα για να ξεπεράσει την κατάθλιψη. Η κατάθλιψη είναι μια ασθένεια και όπως και για άλλες ασθένειες, το άτομο χρειάζεται να απευθυνθεί σε κάποιον ειδικό για να θεραπευτεί.
Βέβαια, είναι αλήθεια ότι η κατάθλιψη μπορεί να κάνει τον πολύμηνο κύκλο της, συνήθως 10 με 12 μήνες, και να περάσει από μόνη της.
Ωστόσο, η θεραπεία επιταχύνει την βελτίωση και μειώνει τις πιθανότητες να εμφανίσει ξανά το άτομο κατάθλιψη ή να μεταπέσει σε χρόνιες μορφές της ασθένειας.